- ἐκέχειρον
- ἐκέχειρον, τό, = foreg., IG 12 (5). 1341.53 ([place name] Paros), 629.26 (Pergam., ii B.C.) ; cf. ἐκέχειρον· τὸ ἀργύριον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκέχειρον — ἐκέχειρον και ἐκεχείριον, το (Α) 1. τα έξοδα τού ταξιδιού τών θεωρών ή τών κηρύκων που ανάγγελλαν την ιερή εκεχειρία 2. αργύριο … Dictionary of Greek
ἐκέχειρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκέχειρα — ἐκέχειρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)